Σάββατο 4 Αυγούστου 2018

ΤΟ ΦΛΙΤ


Καλοκαίρι του ΄57 στον Αϊ Γιάννη

Της Αρετούσας Ιερονυμάκη

Ένα βήμα πάντα ο Αϊ Γιάννης απ’το Ηράκλειο, μα τότε μετρούσε εξοχή. Δύο μήνες στο κατακαλόκαιρο θα νοικιάζαμε ένα δυο δωμάτια σε κάποιον από τους μόνιμους κατοίκους, να πάμε να δροσερέψομε !
Μπάνια καθημερνά κάναμε πριν η μετά στον Πόρο κι άντε και καμμιά Κυριακή με δυο λεωφορεία στον Καρτερό.
Θυμάμαι κείνο το σπίτι στον κεντρικό . Το νοικιάζαμε από δυο αδερφές και μια γριούλα μάνα, βαθιά θρησκευόμενες με το κοτσάκι και τις νηστείες τους, πάντα ευγενικές πρόσχαρες μα και συγκρατημένες.
Νομίζω, θα ΄μουνα γύρω στα έξη. Τόσο. Δεν μ’ άρεσε το αυγό .Ούτε το πεπόνι. Άντε βρες γιατί. Η μαμά μου είχε μια ρόμπα με πεπόνια κι εγώ ανακατευόμουνα. Κάθε πρωί με την ρόμπα με τα πεπόνια επέμενε να με ταΐσει το αυγό . Μου τάραζε τα έντερα αυτός ο συνδυασμός, το νου ,το σύμπαν μου. Το Θυμάμαι . Κι η μαμά μου να με κυνηγά και να με μαλώνει.
·        Απάλευτη !
Ναι ίσως αλλά γιατί ; Πόσα γιατί ! Πόσα αναπάντητα γιατί, η γενιά μας .
Κάτι έτρωγα στο τέλος ,μην φύγω ξενηστικωμένη κι ορμούσα να φωνάξω τον … δεν θυμάμαι πώς τον έλεγαν. Ένα αγόρι που νοίκιαζαν παραδίπλα το σπίτι του κυρίου Αλεξίου. Δεν ήταν Κρητικοί. Το σπίτι ήταν πιο όμορφο από το δικό μας με αυλή και σιντριβάνι και μάλλον κάποιο φοίνικα, γιατί εκείνο το αγόρι έφτιαχνε καράβια από τα φοινικόφυλλα  και τα βάφαμε κόκκινα μαζί. Είχε  πίσω κρεβατίνα μεγάλη με τσιμεντένιους στύλους  γεμάτους τζιτζίκια. Τα τσακώναμε  στη φούχτα ,τους βάζαμε πίσω μια πευκοβελόνα και τ’ αμολούσαμε. Θυμάμαι κάτι σταγόνες στη μούρη μας όπως βιαστικά πετούσαν. Μας κατουρούσαν απ’ το φόβο τους ίσως η  μας τιμωρούσαν . Δεν ήξερε το γιατί ούτε εκείνο το αγόρι ,που ήταν πιο μεγάλο μου. Μοιάζει όμως να μην μας απασχολούσε και πολύ ,μπρος την ικανοποίηση, πως κι εμείς καταφέρναμε να τυραννήσουμε, έστω τα τζιτζίκια, όπως μας τυραννούσαν εμάς οι μεγάλοι.
Το μεσημέρι το φαϊ έτοιμο, το σπίτι συγυρισμένο και το υπνοδωμάτιο φλομωμένο στο φλιτ .Φλιτ για τα κουνούπια και τις μύγες . Ποιος θεός ξέρει τι  δηλητήριο ήτανε πάλι εκείνο μέσα σε μια μεταλλική τρόμπα και μόλις καθίζαμε για φαϊ :
-Γιώργο φλίταρες ;
Και μεσ’ το φλιτ και τον ιδρώτα έπρεπε να κοιμηθώ κι ούτε να σαλεύω ,μην ξυπνήσω τους μεγάλους.
Θυμάμαι ,τη λύτρωσή μου σαν σηκωνόταν ο πρώτος μεγάλος. Συνήθως ο μπαμπάς. Ξεγλιστρούσα πίσω του στην αυλή, ελεύθερη πια , να πάρω καθαρό αέρα και να περάσω στις πευκοβελόνες μου το γιασεμί.
Μέχρι να ξυπνήσει η μαμά , εγώ  φύτευα, ξεχόρτιζα, έπλαθα τη ζωή μου με τα χώματα ώσπου να ακούσω τα καθιερωμένο και αξέχαστο :
·        Εσένα μόνο με τσουβάλια θα σε ντύνω !
Τι μένοιαζε όμως εμένα αφού σε λίγο βάζαν μπρος τις μουσικές από απέναντι. Η ταβέρνα του Τζομπανάκη και με το σούρουπο  για κράχτες ακουγόταν η Μαίρη Λύντα με το Χιώτη.
«Ηλιοβασιλέματα ..» μαζί με μυρωδιές από τα πρώτα σουβλάκια με κρεμμύδι και μαϊντανό.!
Η γειτονιά ζωντάνευε με ομιλίες και κέφια. Όπου νάναι θα’ ρχόταν ο μπαμπάς να μου πάρει το σουβλάκι. 

Η απορία που έχω ακόμα είναι «τι ήτανε εκείνο το φλιτ και πώς την γλυτώσαμε !».



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Νοημοσύνη της καρδιάς

  Από το βιβλίο του  Dr Joe Dispenza   Becoming Supernatural Από τότε που οι πρόγονοί μας άρχισαν να χαράζουν τις ιστορίες τους στους τοίχου...