Του Κωστή Μουδάτσου
Φτάσαμε μεσημέρι στο Σωκαρά. Ο ήλιος είχε αρχίσει να παίρνει την κάτω βόλτα. Έκαιγε όμως. Το φως μας χτυπούσε στα μάτια και βάζαμε το χέρι να κάνομε αντήλιο.
Ένα ζεστό αεράκι ερχόταν από το μεσαρίτικο κάμπο. Ο παλιός πέτρινος καφενές μύριζε ρακή και καφέ. Πέντε-έξι νεαροί αγγουροξυπνημένοι έπιναν καφέδες στη βεράντα με τους βασιλικούς. Περάσαμε την αυλόπορτα, κοκκινισμένοι από τον ήλιο.
- Γεια σας! Ίντα γίνεται;.
- Τι να γίνει; Σκλάβοι του καφενέ ποδώκαμε! Καλώς τους!. Χαιρέτησε ο καφετζής.
- Γκαηβέδες!
- Από πού είστε;